- δεσπόζω
- dominer
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
δεσπόζω — to be lord pres subj act 1st sg δεσπόζω to be lord pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσπόζω — βλ. πίν. 35 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δεσπόζω — (AM δεσπόζω) 1. είμαι δεσπότης, απόλυτος κύριος, εξουσιάζω 2. επιβάλλομαι σε κάποια αδυναμία μου, ελέγχω κάποιο ελάττωμά μου νεοελλ. 1. είμαι ο σπουδαιότερος, ο σημαντικότερος («αυτό το θέμα δεσπόζει στις συνομιλίες») 2. (για τόπους) βρίσκομαι… … Dictionary of Greek
δεσπόζω — δέσποσα 1. ασκώ εξουσία, επικρατώ: Η Οθωμανική αυτοκρατορία δέσποζε στην Ελλάδα για τετρακόσια χρόνια. 2. υπερέχω, βρίσκομαι ψηλότερα: Τα μεσαιωνικά κάστρα δεσπόζουν στο λόφο της πόλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεσπόζετε — δεσπόζω to be lord pres imperat act 2nd pl δεσπόζω to be lord pres ind act 2nd pl δεσπόζω to be lord imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσπόζῃ — δεσπόζω to be lord pres subj mp 2nd sg δεσπόζω to be lord pres ind mp 2nd sg δεσπόζω to be lord pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσπόσει — δεσπόζω to be lord aor subj act 3rd sg (epic) δεσπόζω to be lord fut ind mid 2nd sg δεσπόζω to be lord fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσπόσουσιν — δεσπόζω to be lord aor subj act 3rd pl (epic) δεσπόζω to be lord fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) δεσπόζω to be lord fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσπόσω — δεσπόζω to be lord aor subj act 1st sg δεσπόζω to be lord fut ind act 1st sg δεσπόζω to be lord aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποζομένων — δεσπόζω to be lord pres part mp fem gen pl δεσπόζω to be lord pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποζόμεθα — δεσπόζω to be lord pres ind mp 1st pl δεσπόζω to be lord imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)